- εύκλεινος
- εὔκλεινος, -ον (Α)αυτός που έχει μεγάλη φήμη, μεγάλη δόξα, ο ένδοξος, ο ονομαστός («μνῆμα τόδ᾿ εὔκλεινον», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλεινός «ένδοξος» (< κλέος «δόξα»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔκλεινον — εὔκλεινος much famed masc/fem acc sg εὔκλεινος much famed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)